-
1 σταφύλι
[стафили] ουσ. о. виноград.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σταφύλι
-
2 виноград
виноград м 1) (растение ) το αμπέλι разведение \винограда η αμπελουργία, η αμπελοκομία 2) (ягоды ) το σταφύλι сбор \винограда ο τρύγος, ο τρυγετός* * *м1) ( растение) το αμπέλιразведе́ние виногра́да — η αμπελουργία, η αμπελοκομία
2) ( ягоды) το σταφύλιсбор виногра́да — ο τρύγος, ο τρυγετός
-
3 гроздь
гроздь ж το τσαμπί \гроздь ви нограда το τσαμπί σταφυλιού, το σταφύλι* * *жτο τσαμπίгроздь виногра́да — το τσαμπί σταφυλιού, το σταφύλι
-
4 крупный
крупный 1) (большой) μεγάλος, χοντρός· \крупный виноград το χοντρό σταφύλι 2) (видный) διακεκριμένος, ξακουστός* σημαντικός (значительный)9 \крупный учёный о διακεκριμένος επιστήμονας* * *1) ( большой) μεγάλος, χοντρόςкру́пный виногра́д — το χοντρό σταφύλι
2) ( видный) διακεκριμένος, ξακουστός; σημαντικός ( значительный)кру́пный учёный — ο διακεκριμένος επιστήμονας
-
5 виноградный
επ.κλήμάτινος, -ένιος, του κλήματος•-ая лоза κληματσίδα, κληματίδα, κληματόβεργα•
-ая плантачия αμπελώνας, σταφυλίσιος• του σταφυλιού•
-ое вино σταφυλίσιο κρασί•
виноградный сок χυμός σταφυλι,ού, γλεύκος•
-ые листья κληματόφυλλα, αμπελόφυλλα•
-о6 сусло μούστος, γλεύκος•
- ая кисть ή гроздь τσαμπί σταφυλι,ού, βότρυς•
виноградный сезон η εποχή του τρύγου, ο τρύγος.
-
6 виноград
1. (растение) το κλήμαη άμπελος, το αμπέλι2. (плод) το σταφύλιсбор - а ο τρύγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виноград
-
7 виноградный
виноградный: \виноградныйая лоза το κλήμα, η κληματόβεργα \виноградныйое вино το κρασί από στα φύλι \виноградный сок о χυμός σταφυ λιού \виноградныйые листья τα κλημα τόφυλλα* * *виногра́дная лоза́ — το κλήμα, η κληματόβεργα
виногра́дное вино́ — το κρασί από σταφύλι
виногра́дный сок — ο χυμός σταφυίλιού
виногра́дные ли́стья — τα κληματόφυλλα
-
8 виноград
виноградм1. (растение) τό κλήμα, τό ἀμπελόκλημα, ἡ ἀμπελος:разведение \винограда ἡ ἀμπελουργία· дикий \виноград τό ἀγριό-κλημα·2. (ягоды) τό σταφύλι:сбор \винограда ὁ τρύγος· сборщик (сборщица) \винограда ὁ τρυγητής (ή τρυγήτρια)· ◊ зелен \виноградΙ δμφακες είσί!, δσα δέν φτάνει ἡ ἀλεποϋ τά κάνει κρεμαστάρια!. -
9 гроздь
гроздьж τό τσαμπί, ὁ βότρυς:\гроздь винограда (ἔνα) τσαμπί σταφύλι. -
10 кисть
кистьж I. (гроздь) τό τσαμπί, ἡ βό· τρυς:виноградная \кисть ιό τσαμπί σταφυ-λιοῦ, ἕνα τσαμπί σταφύλι·2. (шнура и т. п.) ὁ κροσσός, ἡ φούντα, τό κρόσσι·3. (руки) ἡ ἄκρα χείρ, ἡ παλάμη·4. (для рисования) τό πινέλλο, ὁ χρωστήρ [-ας]:малярная \кисть ἡ βούρτσα. -
11 море
мор||ес1. ἡ θάλασσα:открытое \море ἡ ἀνοιχτή θάλασσα, τό πέλαγος, τά ἀνοιχτά· бурное \море ἡ ταραγμένη θάλασσα· бушу́ющее \море ἡ φουρτούνα, ἡ θαλασσοταραχή· плыть по морю θαλασσοπορώ· выходить в открытое \море βγαίνω στ' ἀνοιχτά, ἀνοίγομαι στό πέλαγος· хозяйничать на \море θαλασσοκρατώ· отдыхать на \море παραθερίζω στή θάλασσα· жить у \морея ζώστήν ἀκρογιαλιά, στήν ἀκροθαλασσιά·2. перен ἡ θάλασσα, ὁ ποταμός:\море крови ποταμοί αίματος· \море звуков χείμαρρος ήχων ◊ капля в \море σταγόνα στόν ὠκεανό· из-за \морея ἀπό μακρινά μέρη· за \мореем уст. μακρυά, στά ξένα· житейское \море уст. ἡ βιοπάλη· ждать у \морея погоды погов. ζήσε μαϋρε μου νά φᾶς τριφύλλι καί τόν ἄβγουστο σταφύλι. -
12 писать
писатьнесов1. γράφω/ δακτυλογραφώ (на машинке):\писать карандашом γράφω μέ τό μολύβι, μολυβδογραφώ· \писать разборчиво (неразборчиво) γράφω εὐανάγνωστα (δυσανάγνωστα)· \писать каракулями κακογραφώ, ὀρνιθοσκαλίζω· \писать грамотно (неграмотно) γράφω χωρίς λάθη (ανορθόγραφα)· \писать под диктовку γράφω καθ' ὑπαγόρευσιν \писать πο-гречески γράφω ἐλληνικά· \писать прозой (стихами) γράφω σέ πεζό (σέ στίχους)·2. (красками) ζωγραφίζω:\писать акварелью ζωγραφίζω ἀκουαρέλ(λ)α, ὑδατογραφώ· \писать маслом ζωγραφίζω μέ λάδι, ἐλαιογραφῶ· \писать портрет προσωπογραφώ, ζωγραφίζω τό πορτρέτο· \писать с натуры ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικού· ◊ пиши пропало! ξέγραψε το!-вилами по воде писано ζήσε μαϋρε μου νά φας τριφύλλι καί τόν Αύγουστο σταφύλι. -
13 погода
погод||аж ὁ καιρός:хорошая \погода ἡ καλοκαιρία, ἡ αίθρια· плохая \погода ἡ κακοκαιρία· сухая \погода ἡ στέγνα, ὁ στεγνός καιρός· сводка -ы-ό μετεωρολογικό δελτίο· перемена \погодаы ἡ ἀλλαγή τοϋ καιρού-какая сегодня \погода? τί καιρό κανει σήμε. Ρα;· ◊ жди у моря \погодаы ζήσε μαῦρε μου νά φᾶς τριφύλλι καί τόν Αύγουστο σταφύλι. -
14 сказать
сказатьсов см. говорить· что вы этим хотите \сказать? τί θέλετε νά πήτε μ' αὐτό;· ◊ трудно \сказать... εἶναι δύσκολο νά πεῖ κανείς...· легко́ \сказать Ενός λόγος εἶναι· так \сказать νά ποῦμε· правду \сказать... νά ποῦμε τήν ἀλήθεια...· сказано \сказать сделано разг ἀμ' ἐπος, ᾶμ' ἐργον бабушка надвое сказала погов. эе ζήσε Μάη νά <ρᾶς τριφύλλι καί τόν Αὔγουστο σταφύλι. -
15 виноград
[βιναγκράτ] ουσ. α. σταφύλι, άμπελος -
16 виноград
[βιναγκράτ] ουσ α σταφύλι, άμπελος -
17 мускат
-а α.1. μοσχοκάρυδο.2. μοσχάτο σταφύλι ή κρασί. -
18 рислинг
-а (-у) α.ποικιλία σταφυλι,ού καθώς και το κρασί απ αυτό.
См. также в других словарях:
σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… … Dictionary of Greek
σταφύλι — το ο καρπός του αμπελιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταφυλίνου — σταφυλί̱νου , σταφυλῖνος carrot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίνους — σταφυλί̱νους , σταφυλῖνος carrot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίνων — σταφυλί̱νων , σταφυλῖνος carrot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίνῳ — σταφυλί̱νῳ , σταφυλῖνος carrot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελοστάφυλο — το σταφύλι αμπελιού (σε αντίθεση προς το σταφύλι της κληματαριάς). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + σταφύλι] … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
κατοπινάρι — το [κατοπινός] 1. σταφύλι το οποίο ωριμάζει μετά τον πρώτο τρύγο, όψιμο σταφύλι 2. κατοπινάρικο* … Dictionary of Greek
ομφακός — ὀμφακός, ὁ (Α) ὄμφαξ*, άγουρο σταφύλι, αγουρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι»] … Dictionary of Greek
ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… … Dictionary of Greek